- ἀθεότητα
- ἀθεότηςgodlessnessfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυθεοαθεότης — ητος, ἡ, Α 1. η πολύθεη αθεότητα 2. η άθεη πολυθεΐα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολύθεος + ἀθεότης] … Dictionary of Greek